λίτρον: Difference between revisions
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λίτρον:''' τό Her., Plat. = [[νίτρον]]. | |elrutext='''λίτρον:''' τό Her., Plat. = [[νίτρον]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λίτρον]], ου, τό, [[older]] [[form]] for [[νίτρον]], Hdt., Plat.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῐ by nature], τό, older form for νίτρον, Hp.Epid.2.6.9 and 29, Hdt.2.86,87, Ar.Fr.320.1, Pl.Ti.60d, 65d (pl.), Thphr.HP3.7.6, Alex. 1, dub. l. in Pl.Com.69.3. II = λίτρα 111, PFay.331 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 54] τό, altatt. = νίτρον, Alexis bei D. L. 3, 27; auch Her. 2, 86. 87. Bei Plat. Tim. 60 d schwankt die Lesart. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 305.
Greek (Liddell-Scott)
λίτρον: τό, ἀρχαιότερον ἀντὶ τοῦ νίτρον, Ἡρόδ. 2. 86, 87, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Πλάτ. Τίμ. 60D, 65D, Ἄλεξ. ἐν «Ἀγκ.» 1· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 305.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ion. et anc. att. c. νίτρον.
Greek Monolingual
λίτρον, τὸ (Α)
1. (αρχ. τ.) νίτρον
2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μια ιταλική κοτύλη, η λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον, με ανομοιωτική τροπή του ν προ του τ σε λ. (ν: τ > λ: τ). Το ουδ. λίτρον «λίτρα» είναι μεταπλασμένος τ. του λίτρα (η)].
Greek Monotonic
λίτρον: τό, αρχ. τύπος αντί νίτρον, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
λίτρον: τό Her., Plat. = νίτρον.