Λῆναι: Difference between revisions
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Λῆναι:''' ῶν αἱ лены, т. е. вакханки Anth. | |elrutext='''Λῆναι:''' ῶν αἱ лены, т. е. вакханки Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Λῆναι]], ῶν, αἱ, [[ληνός]]<br />Bacchanals, Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
English (LSJ)
( Ληναί Hsch.), αἱ, (
A ληνός 1) Bacchanals, Heraclit.14, Str.10.3.10, D.P.702, 1155, Theoc.26 tit. (Arc. acc. to Hsch.)
Greek (Liddell-Scott)
Λῆναι: (ἢ Ληναί, Ἡσύχ.), αἱ, (ληνὸς) Βάκχαι, Στράβ. 468, Διον. Π. 702, 1155, πρβλ. Θεόκρ. 26.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
les Bacchantes.
Étymologie: ληνός.
Greek Monolingual
Λῆναι και, κατά τον Ησύχ. στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α)
οι Βάκχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. λῆναι φαίνεται ότι έχει το -η- αρχικό στη ρίζα του (αφού δεν μαρτυρείται τ. λᾱναι), γεγονός που τον διαχωρίζει από τον τ. ληνός (δωρ. λᾱνός) «πατητήρι», παρά την ομοιότητα τών δύο τύπων. Δοδέντος ότι και τα Λήναια δεν ήταν γιορτές στις οποίες πατούσαν τα σταφύλια, η σύνδεση του τ. λῆναι με τον τ. ληνός οφείλεται πιθ. σε λαϊκή ετυμολογία.
ΠΑΡ. αρχ. ληναΐζω, λήναιος, ληναΐτης, Ληναιών, Ληνεύς
αρχ.-μσν.
Ληνίς (Ι).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. Ληναγέτας].
Greek Monotonic
Λῆναι: αἱ (ληνός), Βάκχες, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
Λῆναι: ῶν αἱ лены, т. е. вакханки Anth.