Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιτόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῑτόβιος:''' -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με [[φειδώ]], [[λιτά]], σε Στράβ.
|lsmtext='''λῑτόβιος:''' -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με [[φειδώ]], [[λιτά]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῑτό-βιος, ον [λῑτός]<br />[[living]] [[plainly]] or [[sparingly]], Strab.
}}
}}

Revision as of 03:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑτόβῐος Medium diacritics: λιτόβιος Low diacritics: λιτόβιος Capitals: ΛΙΤΟΒΙΟΣ
Transliteration A: litóbios Transliteration B: litobios Transliteration C: litovios Beta Code: lito/bios

English (LSJ)

ον, (λιτός)

   A living plainly or sparingly, Str.15.1.34.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτόβιος: -ον, (λῑτὸς) ζῶν ἁπλῶς, ἀπερίττως ἢ μετὰ φειδοῦς, Στράβ. 701.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit simplement.
Étymologie: λιτός, βίος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιτόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει λιτά, λιτοδίαιτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιτόβιο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βίος (πρβλ. κοινό-βιος, λιπό-βιος)].

Greek Monotonic

λῑτόβιος: -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με φειδώ, λιτά, σε Στράβ.

Middle Liddell

λῑτό-βιος, ον [λῑτός]
living plainly or sparingly, Strab.