λαέρτης: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(22) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαέρτης]], -ου, ὁ (Α)<br />[[είδος]] μυρμηγκιού ή θανατηφόρου σφήκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[λαός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔρετο]] (=<i>ὡρμήθη</i>, [[κατά]] τον Ησύχιο), λ. στις οποίες ανάγεται πιθ. και το όνομα <i>Λαέρτης</i> (ο [[πατέρας]] του Οδυσσέα)]. | |mltxt=[[λαέρτης]], -ου, ὁ (Α)<br />[[είδος]] μυρμηγκιού ή θανατηφόρου σφήκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[λαός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔρετο]] (=<i>ὡρμήθη</i>, [[κατά]] τον Ησύχιο), λ. στις οποίες ανάγεται πιθ. και το όνομα <i>Λαέρτης</i> (ο [[πατέρας]] του Οδυσσέα)]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λαέρτης]], ου, ὁ,<br />a [[kind]] of ant: as pr. n. the [[father]] of [[Ulysses]], Od.; also [[Λαέρτιος]], ου, [[Λάρτιος]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of
A ant, Ael.NA10.42; a kind of wasp, ibid. II as pr. n., Laertes, the father of Odysseus, Od.1.430, al.:—also Λαέρτιος, ου, S.Ph.87,417, etc.; Λάρτιος, ib.402 (lyr.), 1286, Aj.1, etc.
German (Pape)
[Seite 5] ὁ, nach Ael. H. A. 10, 42 eine Ameisen- u. eine Wespenart.
Greek (Liddell-Scott)
λαέρτης: -ου, ὁ, εἶδος μύρμηκος θανατηφόρου, καὶ σφῆκας δέ τινας ἐκάλουν λαέρτας, Αἰλ. π. Ζ. 10. 42. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, ὁ πατὴρ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ.· ὡσαύτως Λαέρτιος, ου, Σοφ. Φ. 87, 417, κτλ.· καὶ Λάρτιος, αὐτόθι 401, 1286, Αἴ. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sorte de fourmi, insecte;
2 sorte de guêpe.
Étymologie: DELG inexpliqué, s.v. Λαέρτης….
Greek Monolingual
λαέρτης, -ου, ὁ (Α)
είδος μυρμηγκιού ή θανατηφόρου σφήκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαός + ἔρετο (=ὡρμήθη, κατά τον Ησύχιο), λ. στις οποίες ανάγεται πιθ. και το όνομα Λαέρτης (ο πατέρας του Οδυσσέα)].
Middle Liddell
λαέρτης, ου, ὁ,
a kind of ant: as pr. n. the father of Ulysses, Od.; also Λαέρτιος, ου, Λάρτιος, Soph.