Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουφολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κουφολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλά άκριτα.
|lsmtext='''κουφολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλά άκριτα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κουφο-[[λόγος]], ον [[λέγω]]<br />[[lightly]] [[talking]].
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφολόγος Medium diacritics: κουφολόγος Low diacritics: κουφολόγος Capitals: ΚΟΥΦΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kouphológos Transliteration B: kouphologos Transliteration C: koufologos Beta Code: koufolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A lightly talking, Poll.6.119; κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα Philostr.VA7.16.

Greek (Liddell-Scott)

κουφολόγος: -ον, ὁ ὁμιλῶν χωρὶς στόχασιν, ἄκριτος, ἀστόχαστος, Πολυδ. Ϛ΄, 119· κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα Φιλόστρ. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle à la légère.
Étymologie: κοῦφος, λέγω³.

Greek Monolingual

κουφολόγος, -ον (Α)
αυτός που μιλά απερίσκεπτα («κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα», Φιλόοτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + -λόγος (< λόγος), πρβλ. γλωσσο-λόγος, ψευδο-λόγος.

Greek Monotonic

κουφολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλά άκριτα.

Middle Liddell

κουφο-λόγος, ον λέγω
lightly talking.