μαρμαρωπός: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μαρμᾱρωπός:''' с горящими глазами, со сверкающим взором ([[λύσσα]] Eur.). | |elrutext='''μαρμᾱρωπός:''' с горящими глазами, со сверкающим взором ([[λύσσα]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μαρμᾰρ-ωπός, όν [ὤψ]<br />with [[sparkling]] eyes, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 10 January 2019
English (LSJ)
όν,
A with sparkling eyes, Λύσσα E.HF884 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρωπός: -όν, ἔχων μαρμαίροντας, ἀκτινοβολοῦντας ὀφθαλμούς, Λύσσα Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 883.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le regard ou l’aspect pétrifie.
Étymologie: μάρμαρος, ὤψ.
Greek Monolingual
μαρμαρωπός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα μαρμαρωπός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -ωπός (ὤψ, ὠπός «μάτι, όψη»), πρβλ. αρρεν-ωπός σκυθρ-ωπός].
Greek Monotonic
μαρμᾰρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μαρμᾱρωπός: с горящими глазами, со сверкающим взором (λύσσα Eur.).
Middle Liddell
μαρμᾰρ-ωπός, όν [ὤψ]
with sparkling eyes, Eur.