Μαραθωνομάχης: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(5) |
(1ba) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Μᾰρᾰθωνομάχης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[μάχομαι]]), αυτός που πολέμησε στη [[μάχη]] του Μαραθώνα, [[μαραθωνομάχος]], παροιμ. [[φράση]] για [[κάθε]] γενναίο παλαιό πολεμιστή, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Μᾰρᾰθωνομάχης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[μάχομαι]]), αυτός που πολέμησε στη [[μάχη]] του Μαραθώνα, [[μαραθωνομάχος]], παροιμ. [[φράση]] για [[κάθε]] γενναίο παλαιό πολεμιστή, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Μᾰ˘ρᾰθωνο-μάχης, ου, ὁ, [[μάχομαι]]<br />a [[Marathon]] [[fighter]], a [[Marathon]]-man, [[proverb]]. of a [[brave]] [[veteran]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
[μᾰχ], ου, ὁ,
A one who fought at Marathon: prov. of a veteran, Ar.Ach.181, Nu.986:—also Μᾰρᾰθωνο-μάχος, ὁ, APl.4.233.8 (Theaet.), D.L.1.56, and v.l. Ar.Nu.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
Μᾰρᾰθωνομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πολεμήσας ἐν τῇ ἐν Μαραθῶνι μάχῃ, παροιμία ἐπὶ γενναίου ἀρχαίου στρατιώτου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, Νεφ. 986, Ἀνθ. Πλαν. 233· - Μαραθωνομάχος, ὁ, Διογ. Λ. 1. 56.
Greek Monotonic
Μᾰρᾰθωνομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ (μάχομαι), αυτός που πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα, μαραθωνομάχος, παροιμ. φράση για κάθε γενναίο παλαιό πολεμιστή, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Μᾰ˘ρᾰθωνο-μάχης, ου, ὁ, μάχομαι
a Marathon fighter, a Marathon-man, proverb. of a brave veteran, Ar.