μεθυδώτης: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεθῠδώτης:''' ου ὁ податель вина, т. е. Дионис-Вакх Anth.
|elrutext='''μεθῠδώτης:''' ου ὁ податель вина, т. е. Дионис-Вакх Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεθῠ-[[δώτης]], ου, ὁ,<br />[[giver]] of [[wine]], Anth.
}}
}}

Revision as of 03:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθῠδώτης Medium diacritics: μεθυδώτης Low diacritics: μεθυδώτης Capitals: ΜΕΘΥΔΩΤΗΣ
Transliteration A: methydṓtēs Transliteration B: methydōtēs Transliteration C: methydotis Beta Code: mequdw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A giver of wine, of Dionysus, AP9.524.13, Orph.H. 47.1.

German (Pape)

[Seite 114] ὁ, = μεθυδότης, Bacchus, Hymn. in Bacch. 13 (IX, 524); Orph. H.

Greek (Liddell-Scott)

μεθῠδώτης: -ου, ὁ, ὁ διδοὺς ἢ παρέχων οἶνον, Ἀνθ. Π. 9. 524, Ὀρφ. Ὕμν. 46. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui donne le vin.
Étymologie: μέθυ, δίδωμι.

Greek Monolingual

μεθυδώτης και μεθυδότης, ὁ (Α)
(ως προσωνυμία του θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + δώτης και δότης (< δίδωμι), πρβλ. ξενο-δώτης.

Greek Monotonic

μεθῠδώτης: -ου, ὁ, αυτός που προσφέρει κρασί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μεθῠδώτης: ου ὁ податель вина, т. е. Дионис-Вакх Anth.

Middle Liddell

μεθῠ-δώτης, ου, ὁ,
giver of wine, Anth.