μίγα: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μίγα:''' (ῐ) praep. [[cum]] dat. (в смешении) с (μ. κωκυτῷ γυναικῶν Pind.).
|elrutext='''μίγα:''' (ῐ) praep. [[cum]] dat. (в смешении) с (μ. κωκυτῷ γυναικῶν Pind.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[mixed]] with, c. dat., Pind.
}}
}}

Revision as of 03:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίγα Medium diacritics: μίγα Low diacritics: μίγα Capitals: ΜΙΓΑ
Transliteration A: míga Transliteration B: miga Transliteration C: miga Beta Code: mi/ga

English (LSJ)

[ῐ], Adv.

   A mixed, blent with, κωκυτῷ Pi.P.4.113; μ. θηλυτέρῃσιν A.R.4.1345; μ. τῷδε σὺν ἀνδρί together with... Epigr.Gr.386 (Apamea Cibotus).

German (Pape)

[Seite 182] gemischt, vermischt; μίγα κωκυτῷ γυναικῶν, Pind. P. 4, 113; Ap. Rh. 4, 1345.

Greek (Liddell-Scott)

μίγα: [ῐ], Ἐπίρρ. μεμιγμένως, μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπον, μεμιγμένως μετὰ κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· μίγα τῷδε σὺν ἀνδρί, ὁμοῦ μετὰ τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément, pêle-mêle ; au milieu de, τινι.
Étymologie: v. μίγνυμι.

English (Slater)

μῐγᾰ
   1 mixed with prep. c. dat. “κᾶδος θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113)

Greek Monolingual

μίγα (Α)
επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ- του μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -α].

Greek Monotonic

μίγα: [ῐ], επίρρ., σε μείξη με, με δοτ., σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μίγα: (ῐ) praep. cum dat. (в смешении) с (μ. κωκυτῷ γυναικῶν Pind.).

Middle Liddell

mixed with, c. dat., Pind.