μικρόχωρος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑκρόχωρος:''' -ον ([[χώρα]]), με λίγο χώρο ή [[έδαφος]], σε Στράβ. | |lsmtext='''μῑκρόχωρος:''' -ον ([[χώρα]]), με λίγο χώρο ή [[έδαφος]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μῑκρό-χωρος, ον [[χώρα]]<br />with [[little]] [[land]] or [[soil]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with little land or soil, Str.3.4.19.
German (Pape)
[Seite 185] mit kleinem Lande, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόχωρος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν χῶρον, Στράβ. 166.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le terrain est peu étendu.
Étymologie: μικρός, χώρα.
Greek Monolingual
μικρόχωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό τόπο, που κατέχει μικρό Χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος].
Greek Monotonic
μῑκρόχωρος: -ον (χώρα), με λίγο χώρο ή έδαφος, σε Στράβ.