μηροτραφής: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μηροτρᾰφής:''' вскормленный (доношенный) в бедре (Зевса) (sc. [[Βάκχος]] Anth.). | |elrutext='''μηροτρᾰφής:''' вскормленный (доношенный) в бедре (Зевса) (sc. [[Βάκχος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μηρο-τρᾰφής, ές [[τρέφω]]<br />[[thigh]]-[[bred]], of [[Bacchus]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A thigh-bred, of Dionysus, AP11.329 (Nicarch.), Str.15.1.7, Eust.ad D.P.1153:—also μηρο-τρεφής, ές, Orph.H.52.3.
German (Pape)
[Seite 178] ές, im Schenkel ernährt, aufgezogen, wie μηροῤῥαφής, Beiw. des Bacchus, das von Einigen auf den indischen Berg Meros bei Nysa bezogen wird, Strab. XV, 687; zu einem Wortspiel benutzt, Ep. ad. 76 b (XI, 329). Bei Orph. H. 51, 3 μηροτρεφής.
Greek (Liddell-Scott)
μηροτρᾰφής: -ές, ὁ ἐν τῷ μηρῷ τραφείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 11. 329, Στράβ. 687.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nourri dans la cuisse (de Zeus) ; sel. d’autres nourri sur le mt Mèros, en Inde.
Étymologie: μηρός, τρέφω.
Greek Monolingual
μηροτραφής και μηροτρεφής, -ές (Α)
(ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τραφής και -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο-τραφής].
Greek Monotonic
μηροτρᾰφής: -ές (τρέφω), αυτός που ανατράφηκε μέσα στον μηρό, λέγεται για τον Βάκχο (Διόνυσο), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μηροτρᾰφής: вскормленный (доношенный) в бедре (Зевса) (sc. Βάκχος Anth.).