μηροτυπής: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μηροτῠπής:''' колющий в бедро ([[κέντρον]] Anth.). | |elrutext='''μηροτῠπής:''' колющий в бедро ([[κέντρον]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μηρο-τῠπής, ές [[τύπτω]]<br />[[striking]] the [[thigh]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A striking the thigh, κέντρον AP9.274 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 178] ές, die Schenkel schlagend, stechend, κέντρον, Philp. 59 (IX, 274).
Greek (Liddell-Scott)
μηροτῠπής: -ές, ὁ τύπτων τὸν μηρόν, κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 274.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui frappe la cuisse.
Étymologie: μηρός, τύπτω.
Greek Monolingual
μηροτυπής, -ές (Α)
αυτός που χτυπάει τους μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο-τυπής, χειρο-τυπής].
Greek Monotonic
μηροτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μηροτῠπής: колющий в бедро (κέντρον Anth.).