μυχμός: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μυχμός:''' ὁ аханье, стоны, вопли (μ. τε [[στοναχή]] τε Hom.).
|elrutext='''μυχμός:''' ὁ аханье, стоны, вопли (μ. τε [[στοναχή]] τε Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μυχμός]], οῦ, ὁ, [[μύζω]]<br />= [[μυγμός]] moaning, groaning, Od.
}}
}}

Revision as of 04:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχμός Medium diacritics: μυχμός Low diacritics: μυχμός Capitals: ΜΥΧΜΟΣ
Transliteration A: mychmós Transliteration B: mychmos Transliteration C: mychmos Beta Code: muxmo/s

English (LSJ)

ὁ, (μύζω A)

   A = μυγμός, moaning, groaning, Od.24.416.

German (Pape)

[Seite 224] ὁ, Geseufz, Gestöhn, ἐφοίτων μυχμῷ τε στοναχῇ τε, Od. 24, 416.

Greek (Liddell-Scott)

μυχμός: ὁ, (μύζω) = μυγμός, στόνος, στεναγμός, Ὀδ. Ω. 416.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
murmure.
Étymologie: μύζω.

English (Autenrieth)

(μύζω): moaning, Od. 24.416†.

Greek Monolingual

μυχμός, ὁ (Α)
αναστεναγμός («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ' Ὀδυσῆος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυγμός.

Greek Monotonic

μυχμός: ὁ (μύζω), = μυγμός, στεναγμός, αναστεναγμός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μυχμός: ὁ аханье, стоны, вопли (μ. τε στοναχή τε Hom.).

Middle Liddell

μυχμός, οῦ, ὁ, μύζω
= μυγμός moaning, groaning, Od.