νημέρτεια: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(3b)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νημέρτεια:''' дор. [[ναμέρτεια|νᾱμέρτεια]] ἡ безошибочность, непреложность, истинность Soph.
|elrutext='''νημέρτεια:''' дор. [[ναμέρτεια|νᾱμέρτεια]] ἡ безошибочность, непреложность, истинность Soph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νημέρτεια]], ἡ, [[νημερτής]]<br />[[certainty]], [[truth]], doric νᾱμέρτεια, Soph.
}}
}}

Revision as of 04:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημέρτεια Medium diacritics: νημέρτεια Low diacritics: νημέρτεια Capitals: ΝΗΜΕΡΤΕΙΑ
Transliteration A: nēmérteia Transliteration B: nēmerteia Transliteration C: nimerteia Beta Code: nhme/rteia

English (LSJ)

ἡ,

   A truth; Dor. νᾱμέρτεια, used by S.Tr.173 in trim.

Greek (Liddell-Scott)

νημέρτεια: ἡ, βεβαιότης, ἀλήθεια, Δωρ. νᾱμέρτεια, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 173 ἐν τριμέτρῳ, πρβλ. νημερτής.

Greek Monolingual

νημέρτεια και δωρ. τ. ναμέρτεια, ἡ (Α) νημερτής
αλήθεια, βεβαιότητα, επαλήθευση.

Greek Monotonic

νημέρτεια: ἡ, βεβαιότητα, αλήθεια· Δωρ. νᾱμέρτεια, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νημέρτεια: дор. νᾱμέρτεια ἡ безошибочность, непреложность, истинность Soph.

Middle Liddell

νημέρτεια, ἡ, νημερτής
certainty, truth, doric νᾱμέρτεια, Soph.