νεώρης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(3b)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεώρης:''' недавний, свежий ([[φόβος]] Soph.): ν. [[βόστρυχος]] τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос.
|elrutext='''νεώρης:''' недавний, свежий ([[φόβος]] Soph.): ν. [[βόστρυχος]] τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νε-ώρης, ες [ὥρα]<br />new, [[fresh]], [[late]], Lat. [[recens]], νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον a [[lock]] of [[hair]] but [[just]] cut off, Soph.; [[φόβος]] [[νεώρης]] Soph.
}}
}}

Revision as of 04:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώρης Medium diacritics: νεώρης Low diacritics: νεώρης Capitals: ΝΕΩΡΗΣ
Transliteration A: neṓrēs Transliteration B: neōrēs Transliteration C: neoris Beta Code: new/rhs

English (LSJ)

ες (on the accent v. Hdn.Gr.1.72), (ὄρνυμι)

   A new, fresh, νεώρη βόστρυχον τετμημένον a lock of hair just cut off, S.El.901; εἰληφότας φόβον νεώρη Id.OC730; ν. ψόφος Id.Ichn.154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.

Greek (Liddell-Scott)

νεώρης: -ες, οὐχὶ νεωρής, ές, Ἀρκάδ. 117. 18, Θεογνώστ. Κανόν. 45. 32· (ὥρα)· ― νέος, πρόσφατος, νεώρη βόστρυχον τετμημένον, πρὸ μικροῦ ἀποκοπέντα, Σοφ. Ἠλ. 901· εἰληφότας φόβον νεωρη ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 730· ἄλλο νεῶρες πῆμα Φιλητ. παρὰ Στοβ. 558. 36.

Greek Monolingual

νεώρης, -ες (Α)
νέος, πρόσφατος, καινούργιος («νεώρη βόστρυχον τετμημένον» — πρόσφατα, πριν από λίγο κομμένο βόστρυχο, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ώρης (< ὄρνυμι «κινώ, εγείρω»). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].

Greek Monotonic

νεώρης: -ες (ὄρνυμι), νέος, ακμαίος, πρόσφατος, Λατ. recens· νεώρη βόστρυχον τετμημένον, φρεσκοκομμένη μπούκλα μαλλιών, σε Σοφ.· φόβος νεώρης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

νεώρης: недавний, свежий (φόβος Soph.): ν. βόστρυχος τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос.

Middle Liddell

νε-ώρης, ες [ὥρα]
new, fresh, late, Lat. recens, νεώρη βόστρυχον τετμημένον a lock of hair but just cut off, Soph.; φόβος νεώρης Soph.