νεήλατος: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεήλᾰτος:''' (о тесте) только что приготовленный: (τὰ) νεήλατα Dem. свежие пироги.
|elrutext='''νεήλᾰτος:''' (о тесте) только что приготовленный: (τὰ) νεήλατα Dem. свежие пироги.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νε-ήλᾰτος, ον [[νέος]], [[ἐλαύνω]] III]<br />[[newly]] kneaded: νεήλατα, τά, new cakes, Dem.
}}
}}

Revision as of 04:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεήλᾰτος Medium diacritics: νεήλατος Low diacritics: νεήλατος Capitals: ΝΕΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: neḗlatos Transliteration B: neēlatos Transliteration C: neilatos Beta Code: neh/latos

English (LSJ)

ον, (νέος, ἐλαύνω III)

   A newly-forged, Id.    II (cf. ἐλατήρ III, ἔλατρον) freshly rolled out: νεήλατα, τά, new cakes, D.18.260 (expld. by Harp. fr. ἀλέω A).

German (Pape)

[Seite 236] frisch, eben erst getrieben, geschmiedet, νεοτευχής, Hesych. Bei Dem. 18, 260 sind νεήλατα Kuchen aus frisch gemahlenem Mehle, frisch bereitet (nicht von ἀλέω abzuleiten).

Greek (Liddell-Scott)

νεήλᾰτος: -ον, (νέος, ἐλαύνω ΙΙΙ) «νεοτευχής», καθ’ Ἡσύχ.: (ἐξυπακ. ἄλφιτα), τὰ νεωστὶ ἀληλεσμένα, ἀλλὰ κυρίως νεήλατα ἦσαν εἶδος πλακουντίων ἐκ νεωστὶ ἀληλεσμένων ἀλφίτων· νεήλατα, τά, Δημ. 314. 1, Πολυδ. ϛʹ, 77.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement étiré ; nouvellement pétri, frais, tendre (pain).
Étymologie: νέος, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

νεήλατος, -ον (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «νεοτευχής», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεήλατα (ενν. ἄλφιτα)
α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα
β) είδος πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ευήλατος, ψυχρ-ήλατος. Το -η- του τ. (αντί -έλατος) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

νεήλᾰτος: -ον (νέος, ἐλαύνω III), αυτός που έχει ζυμωθεί πρόσφατα· νεήλατα, τά, φρεσκοζυμωμένες πίτες, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

νεήλᾰτος: (о тесте) только что приготовленный: (τὰ) νεήλατα Dem. свежие пироги.

Middle Liddell

νε-ήλᾰτος, ον νέος, ἐλαύνω III]
newly kneaded: νεήλατα, τά, new cakes, Dem.