ὀλοθρευτής: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
(3b)
(1ba)
Line 19: Line 19:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀλοθρευτής:''' οῦ ὁ истребитель, губитель NT.
|elrutext='''ὀλοθρευτής:''' οῦ ὁ истребитель, губитель NT.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀλοθρευτής]], οῦ, ὁ,<br />a [[destroyer]], NTest.
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 325] ὁ, der Verderber, N. T., Hesych. λυμεών.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
exterminateur.
Étymologie: ὀλοθρεύω.

English (Strong)

from ὀλοθρεύω; a ruiner, i.e. (specially), a venomous serpent: destroyer.

English (Thayer)

( ὀλοθρευτής), ὀλοθρευτοῦ, ὁ (ὀλοθρεύω, which see), a destroyer; found only in 1 Corinthians 10:10.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ ὀλοθρευτής, Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) ολοθρεύω
εξολοθρευτής («Ἰωσὴφ ὁ γενναῑος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής», Μηναί.).

Greek Monotonic

ὀλοθρευτής: -οῦ, ὁ, καταστροφέας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὀλοθρευτής: οῦ ὁ истребитель, губитель NT.

Middle Liddell

ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ,
a destroyer, NTest.