ὀπισθόπους: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀπισθόπους:''' ποδος ὁ и ἡ следующий сзади, т. е. слуга Aesch., Eur. | |elrutext='''ὀπισθόπους:''' ποδος ὁ и ἡ следующий сзади, т. е. слуга Aesch., Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀπισθό-πους,<br />[[walking]] [[behind]], [[following]], [[attendant]], Eur.:—also ὀπίσθοπος, ( cf. Οἴδιποσ), Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A walking behind, following, attendant, προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος E. Hipp.54, cf. 1179, A.Ch.713. II = ὑποστρέψας, one who has returned, Hsch.
German (Pape)
[Seite 358] ποδος, hinterher gehend, folgend, der Diener; προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος, Eur. Hipp. 54, vgl. 1179; Aesch. hat den acc. plur., ὀπισθόπους τούσδε, Ch. 702, wie oft die Endung -πους in -πος verkürzt wird.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό· ὁ ὄπισθεν περιπατῶν, ἀκόλουθος, ὀπαδός, θεράπων, προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος Εὐριπ. Ἱππ. 54, ἔνθα ἴδε Monk καὶ Valck. αὐτόθι 1177· οὕτως, Αἰσχύλ. Χο. 713 ἐν τῷ τύπῳ ὀπισθόπος (πρβλ. ἀελλόπος, Οἰδίπος. πουλύπος), ἐκτὸς ἂν μετὰ Ἑρμάνν. ἀναγνώσωμεν: ὀπισθόπουν δὲ τοῦδε καὶ ξυνέμπορον. ΙΙ. = ὑποστρέψας, ὁ, ἐπανελθών, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ους, ους ; gén. ὀπισθόποδος,
qui va derrière, suivant, serviteur.
Étymologie: ὄπισθεν, πούς.
Greek Monolingual
ὀπισθόπους, ὁ, ἡ, ουδ. όπισθόπουν (Α)
1. αυτός που βαδίζει από πίσω, ακόλουθος, οπαδός, υπηρέτης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποστρέψας», αυτός που επέστρεψε, που επανήλθε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + πούς, ποδός].
Greek Monotonic
ὀπισθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που βαδίζει πίσω, που ακολουθεί, ακόλουθος, σε Ευρ.· επίσης, ὀπίσθοπος (πρβλ. Οἰδίπους), σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπισθόπους: ποδος ὁ и ἡ следующий сзади, т. е. слуга Aesch., Eur.
Middle Liddell
ὀπισθό-πους,
walking behind, following, attendant, Eur.:—also ὀπίσθοπος, ( cf. Οἴδιποσ), Aesch.