ὄρνιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὄρνιος:''' Anth. = [[ὀρνίθειος]]. | |elrutext='''ὄρνιος:''' Anth. = [[ὀρνίθειος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=poet. for [[ὀρνίθειος]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 10 January 2019
English (LSJ)
poet. for ὀρνίθειος, AP9.377 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 383] poet. = ὄρνειος, Pallad. 21 (IX, 377).
Greek (Liddell-Scott)
ὄρνιος: ποιητ. ἀντὶ ὀρνίθειος, Ἀνθ. Π. 9. 377.
Greek Monolingual
ο
1. αγριοσυκιά, ορνιά
2. αγριόσυκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐρινεός «αγριοσυκιά» με τροπή του αρκτικού -ε- σε ο- υπό τη φωνητική επίδραση του -ρ-, σίγηση του ενδοσυμφωνικού -ι- και συνίζηση του -ε-].
Greek Monotonic
ὄρνιος: ποιητ. αντί ὀρνίθειος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὄρνιος: Anth. = ὀρνίθειος.
Middle Liddell
poet. for ὀρνίθειος, Anth.]