ὀφθαλμότεγκτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀφθαλμότεγκτος:''' увлажняющий глаза ([[πλημμυρίς]] Eur.).
|elrutext='''ὀφθαλμότεγκτος:''' увлажняющий глаза ([[πλημμυρίς]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀφθαλμό-τεγκτος, ον, [[τέγγω]]<br />wetting the eyes, Eur.
}}
}}

Revision as of 04:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμότεγκτος Medium diacritics: ὀφθαλμότεγκτος Low diacritics: οφθαλμότεγκτος Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΤΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: ophthalmótenktos Transliteration B: ophthalmotenktos Transliteration C: ofthalmotegktos Beta Code: o)fqalmo/tegktos

English (LSJ)

ον,

   A welling from the eyes, πλημμυρίς E.Alc.184.

German (Pape)

[Seite 426] die Augen benetzend, u. pass. mit benetzten Augen, Eur. Alc. 182.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμότεγκτος: -ον, ὁ βρέχων τοὺς ὀφθαλμούς, πλημμυρὶς Εὐρ. Ἄλκ. 184.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux mouillés.
Étymologie: ὀφθαλμός, τέγγω.

Greek Monolingual

ὀφθαλμότεγκτος, -ον (Α)
αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)].

Greek Monotonic

ὀφθαλμότεγκτος: -ον (τέγγω), αυτός που υγραίνει τα μάτια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμότεγκτος: увлажняющий глаза (πλημμυρίς Eur.).

Middle Liddell

ὀφθαλμό-τεγκτος, ον, τέγγω
wetting the eyes, Eur.