παρείσακτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
(nl)
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρείσακτος -ον [παρεισάγω] binnengeslopen.
|elnltext=παρείσακτος -ον [παρεισάγω] binnengeslopen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρείσακτος]], ον, [from [[παρεισάγω]]<br />introduced [[privily]], NTest.
}}
}}

Revision as of 05:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρείσακτος Medium diacritics: παρείσακτος Low diacritics: παρείσακτος Capitals: ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: pareísaktos Transliteration B: pareisaktos Transliteration C: pareisaktos Beta Code: parei/saktos

English (LSJ)

ον,

   A introduced privily, Ep.Gal.2.4 : nickname of Ptolemy XI, Str. 17.1.8.

German (Pape)

[Seite 512] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρείσακτος: -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
introduit furtivement, intrus.
Étymologie: παρεισάγω.

English (Strong)

from παρεισάγω; smuggled in: unawares brought in.

English (Thayer)

παρεισακτον (παρεισάγω), secretly or surreptitiously brought in; (A. V. privily brought in); one who has stolen in (Vulg. subintroductus): Galatians 2:4; cf. C. F. A. Fritzsche in Fritzschiorum opuscc., p. 181f.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρείσακτος, -ον, ΝΜΑ παρεισάγω
αυτός που έχει εισαχθεί κρυφά κάπου, που έχει εισέλθει κάπου απρόσκλητος ή χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα.

Greek Monotonic

παρείσακτος: -ον, αυτός που εισάγεται κρυφά, που παρουσιάζεται μυστικά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

παρείσακτος: вкравшийся (ψευδάδελφοι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρείσακτος -ον [παρεισάγω] binnengeslopen.

Middle Liddell

παρείσακτος, ον, [from παρεισάγω
introduced privily, NTest.