ποικιλόθρονος: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend. | |elnltext=ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ποικῐλό-θρονος, ον,<br />on [[rich]]-worked [[throne]], Sapph. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A on richly-worked throne, Ἀφροδίτα Sapph.1 (v.l. ποικιλόφρον').
German (Pape)
[Seite 650] auf buntem, mannichfach verziertem Sitze thronend, Sappho 1, 1, Ἀφροδίτη.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόθρονος: -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui siège sur un trône de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, θρόνος.
Greek Monotonic
ποικῐλόθρονος: -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε Σαπφώ.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόθρονος: восседающий на разукрашенном престоле (Ἀφροδίτη Sappho).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend.