πηλοπλάθος: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πηλοπλάθος:''' (ᾰ) ὁ горшечник, гончар Luc. | |elrutext='''πηλοπλάθος:''' (ᾰ) ὁ горшечник, гончар Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πηλο-πλά˘θος, ὁ, [[πλάσσω]]<br />a [[potter]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:50, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A potter, Luc.Prom. Es 1.
German (Pape)
[Seite 610] Thon, Lehm formend, aus Lehm, Thon bildend, irdene Waaren verfertigend, Luc. Prom. 1.
Greek (Liddell-Scott)
πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ, κεραμεύς, Λουκ. Προμ. 1, Müller Archäol. d. K. § 72.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
statuaire de terre cuite.
Étymologie: πηλός, πλάσσω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, πηλοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -πλάθος (< θ. πλαθ- του πλάσσω, πρβλ. πλάθ-ανον), πρβλ. χυτρο-πλάθος].
Greek Monotonic
πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ (πλάσσω), αγγειοπλάστης, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πηλοπλάθος: (ᾰ) ὁ горшечник, гончар Luc.