βεμβικίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[βέμβιξ]]<br />to set a [[spinning]], Ar. | |mdlsjtxt=[[βέμβιξ]]<br />to set a [[spinning]], Ar. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βεμβικίζω]] [[βέμβιξ]] laten tollen, laten draaien als een tol. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:05, 10 January 2019
English (LSJ)
A set a-spinning, ἑαυτούς Id.V.1517.
German (Pape)
[Seite 442] wie einen Kreisel drehen, Ar. Vesp. 1517.
Greek (Liddell-Scott)
βεμβῑκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (βέμβιξ), κάμνω νὰ περιστρέφηταί τι, ἵνα βεμβικίζωσιν ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1517.
French (Bailly abrégé)
faire tourner comme une toupie, faire pirouetter.
Étymologie: βέμβιξ.
Spanish (DGE)
(βεμβῑκίζω) hacer girar como una peonza ἑαυτούς Ar.V.1517.
Greek Monolingual
βεμβικίζω (Α) βέμβιξ
περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα.
Greek Monotonic
βεμβῑκίζω: (βέμβιξ), μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάτι να περιστρέφεται σαν σβούρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βεμβῑκίζω: вращать волчком Arph.