βαθύγαιος: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(1a)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γαῖα]]<br />with [[deep]] [[soil]], [[productive]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[γαῖα]]<br />with [[deep]] [[soil]], [[productive]], Hdt.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαθύγαιος]] -ον Ion. voor [[βαθύγεως]].
}}
}}

Revision as of 06:10, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ion. c. βαθύγειος.

Greek Monolingual

βαθύγαιος, -ον (Α)
(για περιοχή) αυτός που έχει βαθύ, παχύ χώμα, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -γαιος < γαία, ποιητ. τ. του γη].

Russian (Dvoretsky)

βαθύγαιος: = βαθύγειος.

Middle Liddell

γαῖα
with deep soil, productive, Hdt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύγαιος -ον Ion. voor βαθύγεως.