τελματώδης: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τελμᾰτώδης:''' <b class="num">1)</b> болотистый ([[λίμνη]] Arst.; [[πεδίον]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> заболоченный, илистый (ῥεύματα Plut.). | |elrutext='''τελμᾰτώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> болотистый ([[λίμνη]] Arst.; [[πεδίον]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> заболоченный, илистый (ῥεύματα Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τελμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[marshy]], [[muddy]], [[ὕδωρ]] Plut. | |mdlsjtxt=τελμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[marshy]], [[muddy]], [[ὕδωρ]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A marshy, swampy, muddy, λίμνη Arist.HA570a8; πεδίον D.S.1.30; ὕδωρ Plu.Mar.38; χωρία Gal.6.702. II τελματώδεα parts of the body full of humours, Hp.Gland.4.
German (Pape)
[Seite 1088] ες, sumpfartig, morastig, schlammig; Arist. H. A. 6, 16; ὕδωρ, Plut. Mir. 43; Schol. Il. 21, 172.
Greek (Liddell-Scott)
τελμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ἑλώδης, βαλτώδης, λασπώδης, λίμνη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 16, 2· πεδίον Διόδ. 1. 30· ὕδωρ Πλουτ. Μάρ. 38. ΙΙ. τελματώδεα, μέρη τοῦ σώματος πλήρη ὑγρῶν ἀκαθάρτων, Ἱππ. 271. 6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
marécageux, bourbeux.
Étymologie: τέλμα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / τελματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέλμα, -ατος]
ελώδης, βαλτώδης, γεμάτος τέλματα (α. «τελματώδης πεδιάδα» β. «τελματώδης γῆ», Γεωπ.)
νεοελλ.
μτφ. όμοιος με τέλμα, αποτελματωμένος («τελματώδης κατάσταση»)
αρχ.
1. (για νερά) αυτός που λιμνάζει, στάσιμος
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελματώδεα
τα μέρη του σώματος που είναι γεμάτα από σωματικά υγρά.
Greek Monotonic
τελμᾰτώδης: -ες (εἶδος), ελώδης, βαλτώδης, λασπώδης, ὕδωρ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τελμᾰτώδης:
1) болотистый (λίμνη Arst.; πεδίον Diod.);
2) заболоченный, илистый (ῥεύματα Plut.).