ἁλίξαντος: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(1a)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 18: Line 18:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁλίξαντος:''' <b class="num">1)</b> размытый морем (χοιράδες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> причиненный морской бурей ([[μόρος]] [[εἰνάλιος]] Anth.).
|elrutext='''ἁλίξαντος:'''<br /><b class="num">1)</b> размытый морем (χοιράδες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> причиненный морской бурей ([[μόρος]] [[εἰνάλιος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ξαίνω]]<br />[[worn]] by the sea, Anth.
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ξαίνω]]<br />[[worn]] by the sea, Anth.
}}
}}

Revision as of 11:50, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 97] vom Meer ausgehöhlt, χοιράδες Q. Maec. 8 (VI, 89); aber μόρος Zon. 9 (VII, 404), wenn die Lesart richtig, Tod im Meere.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίξαντος: -ον, ὁ ξαινόμενος, κατατρωγόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, χοιράδες, Ἀνθ. Π. 6. 89· ἀλ. μόρος θάνατος, ὁ προελθὼν ἐκ τῆς κατὰ τῆς ἀκτῆς προσαράξεως αὐτόθι 7. 404.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poli par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ξαίνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
desgastado, erosionado por el mar ἁλιξάντοισι ... χοιράσι en escollos erosionados por el mar, AP 6.89 (Maec.), τύμβος EAD 30.482.3 (II a.C.), οὐ γάρ σευ μήτηρ ... εἶδεν ἀλίξαντον σὸν μόρον tu madre no ha visto tu cadáver corroído por el mar, AP 7.404 (Zon.).

Greek Monolingual

ἁλίξαντος, -ον (Α)
1. αυτός που τρίβεται, φθείρεται από τη θάλασσα
2. «ἁλίξαντος μόρος» θάνατος από πρόσκρουση σε βραχώδη ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἃλς) + ξαίνω.

Greek Monotonic

ἁλίξαντος: -ον (ἅλς, ξαίνω), αυτός που φθείρεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίξαντος:
1) размытый морем (χοιράδες Anth.);
2) причиненный морской бурей (μόρος εἰνάλιος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ξαίνω
worn by the sea, Anth.