τράχωμα: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(41) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΜΑ<br />[[λοιμώδης]] [[πάθηση]] του επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. [[κοκκώδης]] [[επιπεφυκίτιδα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμα</i>, [[κατά]] το <i>γλαύκ</i>-<i>ωμα</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΜΑ<br />[[λοιμώδης]] [[πάθηση]] του επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. [[κοκκώδης]] [[επιπεφυκίτιδα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμα</i>, [[κατά]] το <i>γλαύκ</i>-<i>ωμα</i>].<br /><b>(II)</b><br />το, Ν<br />τα [[μετρητά]] ή τα κοσμήματα τα οποία δίνονται ως γαμήλιο [[δώρο]], αλλ. [[εξώπροικα]] ή [[παραπροίκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο μσν. ρ. <i>τραχώνω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τραχύ</i> «ασημένιο [[νόμισμα]]» (ουδ. του επιθ. [[τραχύς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A trachoma in the eyes, in pl., Id.1.64, Gal.UP10.11, PSI4.299.6 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1136] τό, das Rauhgemachte, die Rauhheit, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τράχωμα: τό, τραχύτης, ἰδίως τῶν ἔνδον μερῶν τῶν βλεφάρων, «καθαίρει τὰ λευκώματα... καὶ τὰ τραχώματα σμήχει» Διοσκ. 1. 77, «τὸ τράχωμα τραχύτης τῶν ἔνδον τοῦ βλεφάρου μερῶν˙ ἐπιταθὲν δέ... σύκωσις καλεῖται˙ ἐγχρονίσασα δέ... τύλος ὀνομάζεται» Ἰω. Ἀκτουάρ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2, σ. 445, 8. - Κατὰ Γαλην. Τῶν κατὰ Τόπους, 4, «τραχώματα... τραχύτητας βλεφάρων, ὑφ’ ὧν κατὰ τὰς ὀφθαλμίας οἱ χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν ὀδυνῶνται κοπτόμενοι».
Greek Monolingual
(I)
το, ΝΜΑ
λοιμώδης πάθηση του επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. κοκκώδης επιπεφυκίτιδα
μσν.
τραχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -ωμα, κατά το γλαύκ-ωμα].
(II)
το, Ν
τα μετρητά ή τα κοσμήματα τα οποία δίνονται ως γαμήλιο δώρο, αλλ. εξώπροικα ή παραπροίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μσν. ρ. τραχώνω < τραχύ «ασημένιο νόμισμα» (ουδ. του επιθ. τραχύς)].