ἀντερῶ: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(1a)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀντερῶ]] (-άω) (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταγαπώ]], [[είμαι]] ερωτευμένος με το [[πρόσωπο]] που μ' αγαπά<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αντεραστής]], [[αντίζηλος]] στον έρωτα.———————— <b>(II)</b><br />[[ἀντερῶ]] (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> θα αντιμιλήσω<br /><b>2.</b> (μτχ. πρκ. ως ουσ.) <i>τὰ ἀντειρημένα</i><br />οι αντιρρήσεις.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀντερῶ]] (-άω) (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταγαπώ]], [[είμαι]] ερωτευμένος με το [[πρόσωπο]] που μ' αγαπά<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αντεραστής]], [[αντίζηλος]] στον έρωτα.<br /><b>(II)</b><br />[[ἀντερῶ]] (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> θα αντιμιλήσω<br /><b>2.</b> (μτχ. πρκ. ως ουσ.) <i>τὰ ἀντειρημένα</i><br />οι αντιρρήσεις.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντερῶ Medium diacritics: ἀντερῶ Low diacritics: αντερώ Capitals: ΑΝΤΕΡΩ
Transliteration A: anterō̂ Transliteration B: anterō Transliteration C: antero Beta Code: a)nterw=

English (LSJ)

fut. without any pres. in use: pf.

   A ἀντείρηκα S.Ant.47 (cf. ἀντεῖπον):—speak against, gainsay, S.l.c.; τεθνάναι δ' οὐκέτ' ἀ. θεοῖς A.Ag.539; τι πρός τινα Ar.Nu.1079; πρός τι Ach.701; τινί Pl.R. 580a:—Pass., οὐδὲν ἀντειρήσεται no denial shall be given, S.Tr.1184; τὰ-ημένα Gal.5.477.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερῶ: μέλλ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει: πρκμ. ἀντείρηκα Σοφ. Ἀντ. 47· (πρβλ. ἀντεῖπον): ― θὰ ἀντείπω, θὰ ἀντιλέξω, αὐτόθι, τεθνάναι τ’ οὐκέτ’ ἀντερῶ θεοῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 539· τάδ’ ἀντερεῖς πρὸς αὐτὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 1079· πρός τι ὁ αὐτ. Ἀχ. 701: ― Παθ., οὐδὲν ἀντιρήσεται, οὐδεμία ἄρνησις θὰ γείνῃ, Σοφ. Τρ. 1184.

French (Bailly abrégé)

v. *ἀντείρω et ἀντιλέγω.

Greek Monolingual

(I)
ἀντερῶ (-άω) (Α)
1. ανταγαπώ, είμαι ερωτευμένος με το πρόσωπο που μ' αγαπά
2. είμαι αντεραστής, αντίζηλος στον έρωτα.
(II)
ἀντερῶ (-έω) (Α)
1. θα αντιμιλήσω
2. (μτχ. πρκ. ως ουσ.) τὰ ἀντειρημένα
οι αντιρρήσεις.

Greek Monotonic

ἀντερῶ: μέλ. χωρίς ενεστώτα σε χρήση· παρακ. ἀντείρηκα (πρβλ. ἀντεῖπονμιλώ ενάντια, αντικρούω, σε Σοφ.· τι πρός τινα, σε Αριστοφ.· με απαρ., αρνούμαι, σε Αισχύλ. — Παθ., οὐδὲν ἀντερήσεται, δεν θα δοθεί καμία άρνηση, σε Σοφ.·

Middle Liddell

ἀντεῖπον [fut. with no pres. in use.]
to speak against, gainsay, Soph.; τι πρός τινα Ar.; c. inf. to refuse, Aesch.:—Pass., οὐδὲν ἀντειρήσεται no denial shall be given, Soph.