Συβαρίζω: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
m (Text replacement - "*" to "*") |
||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Sybarizō | |Transliteration B=Sybarizō | ||
|Transliteration C=Syvarizo | |Transliteration C=Syvarizo | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*subari/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">live like a Sybarite</b> or <b class="b2">voluptuary</b>, Archyt. ap. Stob.4.1.138.</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">live like a Sybarite</b> or <b class="b2">voluptuary</b>, Archyt. ap. Stob.4.1.138.</span> | ||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 13 January 2019
English (LSJ)
A live like a Sybarite or voluptuary, Archyt. ap. Stob.4.1.138.
Greek (Liddell-Scott)
Σῠβᾰρίζω: μέλλ. -ίσω, ζῶ ὡς Συβαρίτης, ζῶ φιληδόνως, τρυφῶ, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 52· - συβαρίζειν ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 344, καὶ συβαρισμός παρὰ Φρυνίχῳ τῷ Κωμικῷ κατὰ τὸν Σχολιαστ. Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., μετὰ ῡ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις, ἐνῷ τὸ υ τοῦ Σύβαρις καὶ τῶν παραγώγων εἶναι βραχύ· ἐντεῦθεν ὁ Meineke διώρθωσε παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. σῡβριάζειν (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παρὰ Φρυνίχ. ἔνθ’ ἀνωτ. Συβαριασμός.
Greek Monotonic
Σῠβᾰρίζω: μέλ. -ίσω, ζω όπως ένας Συβαρίτης, καλοπερνώ όπως ο κάτοικος της πόλης Σύβαρις, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Σῠβᾰρίζω,
to live like a Sybarite, Ar.