δινητός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(1a)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[δινητός]], -ή, -όν) [[δινώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να περιστραφεί, να στροβιλιστεί<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> <i>ο [[δινητός]]<br />[[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />περιστρεφόμενος.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[δινητός]], -ή, -όν) [[δινώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να περιστραφεί, να στροβιλιστεί<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> ο [[δινητός]]<br />[[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />περιστρεφόμενος.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δινητός Medium diacritics: δινητός Low diacritics: δινητός Capitals: ΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dinētós Transliteration B: dinētos Transliteration C: dinitos Beta Code: dinhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A whirled round, AP7.394 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 631] im Kreise gedreht; πέτρος, vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394).

Greek (Liddell-Scott)

δῑνητός: -ή, -όν, (δινέω) ὁ περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, Ἀνθ. Π. 7. 394.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on fait tourner.
Étymologie: δινέω.

Spanish (DGE)

(δῑνητός) -ή, -όν
que gira dando vueltas δ. πέτρος de la muela de un molino AP 7.394 (Phil.), δινητῆσι πτερύγεσσιν Epic.Alex.Adesp.4.14.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δινητός, -ή, -όν) δινώ
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να περιστραφεί, να στροβιλιστεί
2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δινητός
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
περιστρεφόμενος.

Greek Monotonic

δῑνητός: -ή, -όν (δινέω), περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δῑνητός: вращающийся: πέτρος δ. Anth. жернов.

Middle Liddell

δῑνητός, ή, όν adj δινέω
whirled round, Anth.