παγερός: Difference between revisions
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
(30) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[παγερός]], -ά, -όν)<br />[[ψυχρός]] σαν [[πάγος]], [[παγωμένος]], [[παγετώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τρόπο, [[στάση]] και [[συμπεριφορά]]) αυτός που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] χάρης και ζεστασιάς, [[κρύος]], [[σχεδόν]] [[εχθρικός]] («παγερή [[χειρονομία]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[απρόθυμος]], [[ανόρεκτος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[παγερός]], -ά, -όν)<br />[[ψυχρός]] σαν [[πάγος]], [[παγωμένος]], [[παγετώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τρόπο, [[στάση]] και [[συμπεριφορά]]) αυτός που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] χάρης και ζεστασιάς, [[κρύος]], [[σχεδόν]] [[εχθρικός]] («παγερή [[χειρονομία]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[απρόθυμος]], [[ανόρεκτος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παγερός]] <b>ζωολ.</b> [[είδος]] άγριας μικρόσωμης γάτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[πήξη]], αυτός που πήζεται («[[αἷμα]] μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παγερόν</i><br />η [[ικανότητα]] για [[πήξη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγερά</i><br />με παγερό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πăγ</i>- του [[πήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φθον</i>-<i>ερός</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
English (LSJ)
ά, όν,
A frosty, cold, D.Chr.30.11. II τὸ π. power of coagulation, Aret.CA 2.2: Comp. -ώτερος more coagulated, Id.SA2.2 (παγετ-codd.).
German (Pape)
[Seite 435] geronnen, gefroren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰγερός: -ά, -όν, παγετώδης, ψυχρός, Δίων Χρυσ. 1, σ. 550. ΙΙ. ὁ ἐπιτήδειος εἰς σύμπηξιν ἢ στερέωσιν, τὸ παγερὸν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (ΑΜ παγερός, -ά, -όν)
ψυχρός σαν πάγος, παγωμένος, παγετώδης
νεοελλ.
1. μτφ. (για τρόπο, στάση και συμπεριφορά) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χάρης και ζεστασιάς, κρύος, σχεδόν εχθρικός («παγερή χειρονομία»)
2. συνεκδ. απρόθυμος, ανόρεκτος
3. το αρσ. ως ουσ. ο παγερός ζωολ. είδος άγριας μικρόσωμης γάτας
αρχ.
1. ο κατάλληλος για πήξη, αυτός που πήζεται («αἷμα μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγερόν
η ικανότητα για πήξη.
επίρρ...
παγερά
με παγερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- του πήγνυμι + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθον-ερός)].