αναπετάννυμι: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(4) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και -ύω (Α [[ἀναπετάννυμι]] και ποιητ. [[ἀμπετάννυμι]] και -ύω και ἀναπετῶ) [[πετάννυμι]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] διάπλατα, [[απλώνω]], [[ξεδιπλώνω]]<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. πρκμ.) | |mltxt=και -ύω (Α [[ἀναπετάννυμι]] και ποιητ. [[ἀμπετάννυμι]] και -ύω και ἀναπετῶ) [[πετάννυμι]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] διάπλατα, [[απλώνω]], [[ξεδιπλώνω]]<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. πρκμ.) ο [[αναπεπταμένος]] αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φανερώνω]], [[εκθέτω]]<br /><b>2.</b> [[διαχέω]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> ξαπλώνομαι [[φαρδύς]] [[πλατύς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
και -ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και -ύω και ἀναπετῶ) πετάννυμι
1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω
2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο
αρχ.
1. φανερώνω, εκθέτω
2. διαχέω, διασκορπίζω
3. μέσ. ξαπλώνομαι φαρδύς πλατύς.