δηλητήριο: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(9)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[δηλητήριος]], -ον)<br />[[ουσία]] που δηλητηριάζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που προξενεί [[φθορά]] στον οργανισμό («ο [[καπνός]] [[είναι]] [[δηλητήριο]]»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που έχει έντονα πικρή [[γεύση]] («αυτός ο [[καφές]] [[είναι]] [[δηλητήριο]]»)<br /><b>3.</b> για ιδέες, θεωρίες, λόγους, που συνεπάγονται δυσάρεστα αποτελέσματα («το [[δηλητήριο]] της [[συκοφαντίας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[επιβλαβής]] («δηλητήρια φάρμακα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δηλητήριον]]<br />το [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δηλέομαι]] (Ι) [[κατά]] το αντίθετο του [[σωτήριος]] και όχι από το σπάνιο [[δηλητήρ]].
|mltxt=το (AM [[δηλητήριος]], -ον)<br />[[ουσία]] που δηλητηριάζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που προξενεί [[φθορά]] στον οργανισμό («ο [[καπνός]] [[είναι]] [[δηλητήριο]]»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που έχει έντονα πικρή [[γεύση]] («αυτός ο [[καφές]] [[είναι]] [[δηλητήριο]]»)<br /><b>3.</b> για ιδέες, θεωρίες, λόγους, που συνεπάγονται δυσάρεστα αποτελέσματα («το [[δηλητήριο]] της [[συκοφαντίας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[επιβλαβής]] («δηλητήρια φάρμακα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δηλητήριον]]<br />το [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δηλέομαι]] (Ι) [[κατά]] το αντίθετο του [[σωτήριος]] και όχι από το σπάνιο [[δηλητήρ]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

το (AM δηλητήριος, -ον)
ουσία που δηλητηριάζει
νεοελλ.
1. κάθε τι που προξενεί φθορά στον οργανισμό («ο καπνός είναι δηλητήριο»)
2. κάθε τι που έχει έντονα πικρή γεύση («αυτός ο καφές είναι δηλητήριο»)
3. για ιδέες, θεωρίες, λόγους, που συνεπάγονται δυσάρεστα αποτελέσματα («το δηλητήριο της συκοφαντίας»)
αρχ.
1. βλαβερός, επιβλαβής («δηλητήρια φάρμακα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δηλητήριον
το φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηλέομαι (Ι) κατά το αντίθετο του σωτήριος και όχι από το σπάνιο δηλητήρ.