χειμωνικός: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(46) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χειμωνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειμών]], -<i>ῶνος</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[χειμωνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειμών]], -<i>ῶνος</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[χειμωνικό]]<br />το [[καρπούζι]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «δύο χειμωνικά σε μια [[μασχάλη]]» — λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή έργα<br />β) «στο [[χειμωνικό]] [[χερούλι]] δεν κολλάει»<br />i) δηλώνει ότι δεν στέφονται με [[επιτυχία]] οι προσπάθειες που αντιβαίνουν στη [[φύση]]<br />ii) δηλώνει ότι δεν γίνονται πιστευτές συκοφαντίες που στρέφονται [[εναντίον]] ευυπόληπτου προσώπου<br />γ) «[[γυναίκα]] και χείμωνικό η [[τύχη]] τά διαλέγει» — δηλώνει ότι [[πολλά]] πράγματα στη ζωή [[είναι]] [[ζήτημα]] τύχης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>2.</b> [[σφοδρός]], [[θυελλώδης]] («ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα», Επιφάν.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A for winter use, ἱμάτια POxy.1901.37 (vi A.D.). II wintry, καιρός Sch.Opp.H.1.601: Comp. -ώτερος Cat. Cod.Astr. 1.144.
Greek (Liddell-Scott)
χειμωνικός: -ή, -όν, χειμέριος, τρικυμιώδης, ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 277C.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χειμωνικός, -ή, -όν, ΝΑ χειμών, -ῶνος]
νεοελλ.
αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα
2. το ουδ. ως ουσ. το χειμωνικό
το καρπούζι
3. παροιμ. α) «δύο χειμωνικά σε μια μασχάλη» — λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή έργα
β) «στο χειμωνικό χερούλι δεν κολλάει»
i) δηλώνει ότι δεν στέφονται με επιτυχία οι προσπάθειες που αντιβαίνουν στη φύση
ii) δηλώνει ότι δεν γίνονται πιστευτές συκοφαντίες που στρέφονται εναντίον ευυπόληπτου προσώπου
γ) «γυναίκα και χείμωνικό η τύχη τά διαλέγει» — δηλώνει ότι πολλά πράγματα στη ζωή είναι ζήτημα τύχης
αρχ.
1. (για ενδύματα) κατάλληλος για τον χειμώνα
2. σφοδρός, θυελλώδης («ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα», Επιφάν.).