τώρα: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
(42)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> αυτή την ώρα, αυτή τη [[στιγμή]] («[[τώρα]] [[Μάγια]], [[τώρα]] [[δροσιά]], τώρ' [[άνοιξη]] κι αηδόνια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πριν]] ή [[μετά]] από λίγο («[[τώρα]] θα φύγω»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «από [τα] [[τώρα]]» — από τόσο [[νωρίς]]<br />β) «έως [[τώρα]]» — [[μέχρι]] αυτήν την ώρα, [[μέχρι]] αυτήν τη [[στιγμή]]<br />γ) «[[τώρα]] και [[άλλη]] μια [[φορά]]» — λέγεται για [[πράγμα]] ή [[γεγονός]] που έχει ήδη γίνει («γύρισες κιόλας; — Τώρα και [[άλλη]] μια [[φορά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί με [[κράση]] από την αρχ. φρ. <i>τῇ ὥρα</i> ([[ταύτῃ]]), ενώ, κατ' άλλους, <i>τῇ ὥρα</i> &GT; <i>τὸ ὥρα</i> (κατ' [[επίδραση]] τών: <i>τὸ νῦν</i>, <i>τὸ [[σήμερον]], [[τήμερον]]) &GT; [[τώρα]]].
|mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> αυτή την ώρα, αυτή τη [[στιγμή]] («[[τώρα]] [[Μάγια]], [[τώρα]] [[δροσιά]], τώρ' [[άνοιξη]] κι αηδόνια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πριν]] ή [[μετά]] από λίγο («[[τώρα]] θα φύγω»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «από [τα] [[τώρα]]» — από τόσο [[νωρίς]]<br />β) «έως [[τώρα]]» — [[μέχρι]] αυτήν την ώρα, [[μέχρι]] αυτήν τη [[στιγμή]]<br />γ) «[[τώρα]] και [[άλλη]] μια [[φορά]]» — λέγεται για [[πράγμα]] ή [[γεγονός]] που έχει ήδη γίνει («γύρισες κιόλας; — Τώρα και [[άλλη]] μια [[φορά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί με [[κράση]] από την αρχ. φρ. <i>τῇ ὥρα</i> ([[ταύτῃ]]), ενώ, κατ' άλλους, <i>τῇ ὥρα</i> &GT; <i>τὸ ὥρα</i> (κατ' [[επίδραση]] τών: <i>τὸ νῦν</i>, τὸ [[σήμερον]], [[τήμερον]]) &GT; [[τώρα]]].
}}
}}

Revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμήτώρα Μάγια, τώρα δροσιά, τώρ' άνοιξη κι αηδόνια», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. πριν ή μετά από λίγο («τώρα θα φύγω»)
2. φρ. α) «από [τα] τώρα» — από τόσο νωρίς
β) «έως τώρα» — μέχρι αυτήν την ώρα, μέχρι αυτήν τη στιγμή
γ) «τώρα και άλλη μια φορά» — λέγεται για πράγμα ή γεγονός που έχει ήδη γίνει («γύρισες κιόλας; — Τώρα και άλλη μια φορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί με κράση από την αρχ. φρ. τῇ ὥρα (ταύτῃ), ενώ, κατ' άλλους, τῇ ὥρα > τὸ ὥρα (κατ' επίδραση τών: τὸ νῦν, τὸ σήμερον, τήμερον) > τώρα].