κεραυνοφόρος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[κεραυνοφόρος]], -ον)<br />αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[κεραυνοφόρος]], -ον)<br />αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κεραυνοφόρος]]<br />[[τίτλος]] ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A wielding the thunderbolt, Ἔρως Plu.Alc.16, cf. 2.335a; κ. στρατόπεδον Legio XII Fulminata, D.C.55.23: as Subst., title of a priest at Seleucia in Pieria, OGl1245.47 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1423] den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; στρατόπεδον, legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοφόρος: -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., στρατόπεδον κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φέρω.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοφόρος, -ον)
αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)
μσν.
αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κεραυνοφόρος
τίτλος ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κεραυνοφόρος: -ον, αυτός που χειρίζεται τον κεραυνό, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνοφόρος -ον [κεραυνός, φέρω] bliksemdragend; ὁ κεραυνοφόρος de bliksemdrager (Alexander).
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοφόρος: несущий молнии, разящий как молния (Ἔρως Plut.).
Middle Liddell
κεραυνο-φόρος, ον
wielding the thunderbolt, Plut.