αμφίπολος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίπολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο κινούμενος [[γύρω]] από κάποιον, ο απασχολημένος με [[κάτι]], [[πολυάσχολος]]<br /><b>2.</b> [[πολυσύχναστος]] ([[τύμβος]])<br /><b>3.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) <i>ἡ [[ἀμφίπολος]], ήδη στη Μυκηναϊκή α) [[υπηρέτρια]], [[θαλαμηπόλος]]<br />β) [[ιέρεια]]<br /><b>4.</b> (το [[αρσενικό]] ως ουσιαστικό) ὁ [[ἀμφίπολος]]<br />α) [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]]<br />β) [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] (πρβλ. [[ἐπίπολος]], [[περίπολος]], [[πρόσπολος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμφιπολεύω]], <i>ἀμφιπολῶ</i>].
|mltxt=[[ἀμφίπολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο κινούμενος [[γύρω]] από κάποιον, ο απασχολημένος με [[κάτι]], [[πολυάσχολος]]<br /><b>2.</b> [[πολυσύχναστος]] ([[τύμβος]])<br /><b>3.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ [[ἀμφίπολος]], ήδη στη Μυκηναϊκή α) [[υπηρέτρια]], [[θαλαμηπόλος]]<br />β) [[ιέρεια]]<br /><b>4.</b> (το [[αρσενικό]] ως ουσιαστικό) ὁ [[ἀμφίπολος]]<br />α) [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]]<br />β) [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] (πρβλ. [[ἐπίπολος]], [[περίπολος]], [[πρόσπολος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμφιπολεύω]], <i>ἀμφιπολῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἀμφίπολος, -ον (Α)
1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος
2. πολυσύχναστος (τύμβος)
3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος
β) ιέρεια
4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ ἀμφίπολος
α) υπηρέτης, ακόλουθος
β) ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πόλος < πέλομαι (πρβλ. ἐπίπολος, περίπολος, πρόσπολος).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιπολεύω, ἀμφιπολῶ].