Τρωϊάς: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "*" to "*") |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Τρωϊάς:''' συνηρ. [[Τρῳάς]], <i>-[[άδος]]</i>, θηλ. του [[Τρώϊος]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτή που κατάγεται από την [[Τροία]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>Τρωϊάδες γυναῖκες</i>, ή μόνο, <i>Τρωϊάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> γῆ [[Τρῳάς]], η [[χώρα]] της Τροίας, σε Σοφ.· ομοίως, | |lsmtext='''Τρωϊάς:''' συνηρ. [[Τρῳάς]], <i>-[[άδος]]</i>, θηλ. του [[Τρώϊος]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτή που κατάγεται από την [[Τροία]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>Τρωϊάδες γυναῖκες</i>, ή μόνο, <i>Τρωϊάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> γῆ [[Τρῳάς]], η [[χώρα]] της Τροίας, σε Σοφ.· ομοίως, ἡ [[Τρωάς]]</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 14 January 2019
English (LSJ)
contr. Τρῳάς (freq. written Τρωάς), άδος, fem. of Τρώϊος,
A Trojan, Od.13.263; Τρωϊάδας γυναῖκας Il.9.139, al.; Τρωϊάδες alone, 18.122, al.; Τρῶας καὶ Τρῳάδας Trojan men and Trojan women, 22.105. II γῆ Τρῳάς the Troad, S.Aj.819, al.; ἡ Τρωάς alone, Hdt.5.122.
French (Bailly abrégé)
άδος
p. contr. Τρῳάς;
adj. f.
de Troie, troyen, troyenne ; ἡ Τρωϊάς (γῆ) la Troade ; αἱ Τρωϊάδες (γυναῖκες) les Troyennes.
Étymologie: Τρωΐα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. Τρωάς.
Greek Monotonic
Τρωϊάς: συνηρ. Τρῳάς, -άδος, θηλ. του Τρώϊος·
I. αυτή που κατάγεται από την Τροία, σε Ομήρ. Οδ.· Τρωϊάδες γυναῖκες, ή μόνο, Τρωϊάδες, σε Ομήρ. Ιλ.
II. γῆ Τρῳάς, η χώρα της Τροίας, σε Σοφ.· ομοίως, ἡ Τρωάς, σε Ηρόδ.