χαμαίστρωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(46) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />στρωμένος [[καταγής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />στρωμένος [[καταγής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χαμαίστρωτος]]<br />[[χαμαιστρωσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρωτός]]), <b>πρβλ.</b> <i>δύ</i>-<i>στρωτος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>στρωτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A strewed or stretched on the ground, νέκυς alcmaeonis 2p.76K.; χαμαίστρωτα beds on the floor, Ph.2.482.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίστρωτος: -ον, χαμαὶ ἐξηπλωμένος, νέκυς Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 460Β· χαμαίστρωτα, στρωμναὶ κατὰ γῆς, Φίλων 2. 482.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
στρωμένος καταγής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαίστρωτος
χαμαιστρωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].