κηφήνας: Difference between revisions
(20) |
m (Text replacement - "<i>oἱ [[" to "oἱ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κηφήν]], -ῆνος)<br /><b>1.</b> η αρσενική [[μέλισσα]] («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ [[εἶναι]] αὐτοὺς μείζους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[οκνηρός]] και [[άεργος]] που ζει εις [[βάρος]] τών άλλων, [[παράσιτο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[μέλος]] μιας κάστας κοινωνικών εντόμων, η μόνη [[λειτουργία]] του οποίου στην [[αποικία]] [[είναι]] να ζευγαρώνει με τη [[βασίλισσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλέβει ξένες ιδέες συγγραφέων («πανηγυρικά κηφήνων βοτάνην σοφιστιώντων ήγούμενον ἐᾱν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> γερασμένος και εξασθενημένος [[άνθρωπος]] («ποῡ γαίας δουλεύσω γραῡς, ὡς [[κηφήν]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) | |mltxt=ο (Α [[κηφήν]], -ῆνος)<br /><b>1.</b> η αρσενική [[μέλισσα]] («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ [[εἶναι]] αὐτοὺς μείζους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[οκνηρός]] και [[άεργος]] που ζει εις [[βάρος]] τών άλλων, [[παράσιτο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[μέλος]] μιας κάστας κοινωνικών εντόμων, η μόνη [[λειτουργία]] του οποίου στην [[αποικία]] [[είναι]] να ζευγαρώνει με τη [[βασίλισσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλέβει ξένες ιδέες συγγραφέων («πανηγυρικά κηφήνων βοτάνην σοφιστιώντων ήγούμενον ἐᾱν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> γερασμένος και εξασθενημένος [[άνθρωπος]] («ποῡ γαίας δουλεύσω γραῡς, ὡς [[κηφήν]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) oἱ [[Κηφῆνες]]<br />[[ονομασία]] τών Περσών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται [[μάλλον]] από ένα αμάρτυρο επίθ. <i>κηφός</i> ή <i>κᾱφός</i>, το οποίο συνδέεται πιθ. με το [[κωφός]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή έχουμε τη σπάνια [[μετάπτωση]] ᾱ / <i>ω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἄγ</i>-<i>ω</i> / <i>ἀγ</i>-<i>ωγ</i>-<i>ή</i>). Συνδέεται ίσως και με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κέκηφε]]<br /><i>τέθνηκε</i>, [[καθώς]] και με τα κύρια ονόματα <i>Κηφ</i>-<i>εύς</i>, <i>Κήφ</i>-<i>ις</i>, <i>Κάφ</i>-<i>ων</i>, <i>Καφ</i>-<i>ώ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηφήνιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κηφηνώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κηφηναρειό]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[κηφηνόμυια]], [[κηφηνοπαγίδα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
ο (Α κηφήν, -ῆνος)
1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.)
2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο
νεοελλ.
ζωολ. μέλος μιας κάστας κοινωνικών εντόμων, η μόνη λειτουργία του οποίου στην αποικία είναι να ζευγαρώνει με τη βασίλισσα
αρχ.
1. αυτός που κλέβει ξένες ιδέες συγγραφέων («πανηγυρικά κηφήνων βοτάνην σοφιστιώντων ήγούμενον ἐᾱν», Πλούτ.)
2. μτφ. γερασμένος και εξασθενημένος άνθρωπος («ποῡ γαίας δουλεύσω γραῡς, ὡς κηφήν;», Ευρ.)
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Κηφῆνες
ονομασία τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται μάλλον από ένα αμάρτυρο επίθ. κηφός ή κᾱφός, το οποίο συνδέεται πιθ. με το κωφός. Στην περίπτωση αυτή έχουμε τη σπάνια μετάπτωση ᾱ / ω (πρβλ. ἄγ-ω / ἀγ-ωγ-ή). Συνδέεται ίσως και με τη γλώσσα του Ησυχίου κέκηφε
τέθνηκε, καθώς και με τα κύρια ονόματα Κηφ-εύς, Κήφ-ις, Κάφ-ων, Καφ-ώ.
ΠΑΡ. κηφήνιον
αρχ.
κηφηνώδης
νεοελλ.
κηφηναρειό.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. κηφηνόμυια, κηφηνοπαγίδα].