αιμασιά: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἱμασιά]])<br /><b>1.</b> [[τοίχος]], [[φράχτης]] από πέτρες και [[χώμα]], [[ξερολιθιά]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[τείχισμα]], [[περίβολος]], [[φράχτης]], [[μάντρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα τείχη πόλης ή κάστρου<br /><b>2.</b> το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ. saepes(και sepes «[[φράγμα]], [[φραγμός]], [[περίβολος]]», [[οπότε]] θα ανάγεται σε αρχ. [[ρίζα]] saip-mo- «ξύλινο [[περίφραγμα]], [[φράχτης]]» ([[ήτοι]] saep-m- &GT; saem-m, με [[αφομοίωση]] &GT; saem- με [[απλοποίηση]]<br />πρβλ. <i>αἱπ</i>-<i>μὸς</i> &GT; <i>αἱμὸς</i> «[[δρυμός]]», <b>Ησύχ.</b>). Κατ’ άλλους, η [[λέξη]] ανάγεται σε αρχ. τύπο saimen-, που μαρτυρείται στο σανσκρ. sima «[[σειρά]], [[χώρισμα]]», σαξον. simo «[[δεσμός]], [[σκοινί]], [[χορδή]]», πιθ. και στα ελλην. <i>ἱ</i>-<i>μον</i>-<i>ιά</i> «[[σκοινί]] πηγαδιού», <i>ἱ</i>-<i>μαν</i>-<i>τ</i>(<i>ς</i>) (&GT; [[ἱμάς]] «[[ιμάντας]], [[λουρί]]»)<br />σε τέτοια [[περίπτωση]], το [[αἱμασιά]] θα ερμηνευθεί από αρχ. τύπο sai-mn &GT; (αἱμα, τ. ουδετ. ονόμ. που θα δώσει ως παράγωγο <i>αἱματ</i>-<i>ιὰ</i> &GT; [[αἱμασιά]]. Ως [[προς]] τη σημ. της λ., πρόκειται [[προφανώς]] για λ. του αγροτικού βίου, που ξεκινάει με τη γενική σημ. του «φράχτη», φτιαγμένου από (ξερές) πέτρες («[[ξερολιθιά]]») και που [[συχνά]] περιγράφεται από τους σχολιαστές ως «[[φράχτης]] από αγκάθια», [[γεγονός]] που οδήγησε και στην παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. [[αἱμάσσω]]. Τέλος, από τη σημ. «του περιβάλλοντος τοίχου, της μάντρας», εξελίχθηκε, όπως μαρτυρούν τα επιγραφικά [[κείμενα]], στη σημ. του «περιβαλλόμενου με τοίχο χώρου, του εσωτερικού ενός περιμαντρωμένου χώρου».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἱμασιώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>αἱμασιολογῶ</i>].
|mltxt=η (Α [[αἱμασιά]])<br /><b>1.</b> [[τοίχος]], [[φράχτης]] από πέτρες και [[χώμα]], [[ξερολιθιά]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[τείχισμα]], [[περίβολος]], [[φράχτης]], [[μάντρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα τείχη πόλης ή κάστρου<br /><b>2.</b> το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ. saepes(και sepes «[[φράγμα]], [[φραγμός]], [[περίβολος]]», [[οπότε]] θα ανάγεται σε αρχ. [[ρίζα]] saip-mo- «ξύλινο [[περίφραγμα]], [[φράχτης]]» ([[ήτοι]] saep-m- > saem-m, με [[αφομοίωση]] > saem- με [[απλοποίηση]]<br />πρβλ. <i>αἱπ</i>-<i>μὸς</i> > <i>αἱμὸς</i> «[[δρυμός]]», <b>Ησύχ.</b>). Κατ’ άλλους, η [[λέξη]] ανάγεται σε αρχ. τύπο saimen-, που μαρτυρείται στο σανσκρ. sima «[[σειρά]], [[χώρισμα]]», σαξον. simo «[[δεσμός]], [[σκοινί]], [[χορδή]]», πιθ. και στα ελλην. <i>ἱ</i>-<i>μον</i>-<i>ιά</i> «[[σκοινί]] πηγαδιού», <i>ἱ</i>-<i>μαν</i>-<i>τ</i>(<i>ς</i>) (> [[ἱμάς]] «[[ιμάντας]], [[λουρί]]»)<br />σε τέτοια [[περίπτωση]], το [[αἱμασιά]] θα ερμηνευθεί από αρχ. τύπο sai-mn > (αἱμα, τ. ουδετ. ονόμ. που θα δώσει ως παράγωγο <i>αἱματ</i>-<i>ιὰ</i> > [[αἱμασιά]]. Ως [[προς]] τη σημ. της λ., πρόκειται [[προφανώς]] για λ. του αγροτικού βίου, που ξεκινάει με τη γενική σημ. του «φράχτη», φτιαγμένου από (ξερές) πέτρες («[[ξερολιθιά]]») και που [[συχνά]] περιγράφεται από τους σχολιαστές ως «[[φράχτης]] από αγκάθια», [[γεγονός]] που οδήγησε και στην παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. [[αἱμάσσω]]. Τέλος, από τη σημ. «του περιβάλλοντος τοίχου, της μάντρας», εξελίχθηκε, όπως μαρτυρούν τα επιγραφικά [[κείμενα]], στη σημ. του «περιβαλλόμενου με τοίχο χώρου, του εσωτερικού ενός περιμαντρωμένου χώρου».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἱμασιώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>αἱμασιολογῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

η (Α αἱμασιά)
1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά
2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα
αρχ.
1. τα τείχη πόλης ή κάστρου
2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ. saepes(και sepes «φράγμα, φραγμός, περίβολος», οπότε θα ανάγεται σε αρχ. ρίζα saip-mo- «ξύλινο περίφραγμα, φράχτης» (ήτοι saep-m- > saem-m, με αφομοίωση > saem- με απλοποίηση
πρβλ. αἱπ-μὸς > αἱμὸς «δρυμός», Ησύχ.). Κατ’ άλλους, η λέξη ανάγεται σε αρχ. τύπο saimen-, που μαρτυρείται στο σανσκρ. sima «σειρά, χώρισμα», σαξον. simo «δεσμός, σκοινί, χορδή», πιθ. και στα ελλην. -μον-ιά «σκοινί πηγαδιού», -μαν-τ(ς) (> ἱμάς «ιμάντας, λουρί»)
σε τέτοια περίπτωση, το αἱμασιά θα ερμηνευθεί από αρχ. τύπο sai-mn > (αἱμα, τ. ουδετ. ονόμ. που θα δώσει ως παράγωγο αἱματ-ιὰ > αἱμασιά. Ως προς τη σημ. της λ., πρόκειται προφανώς για λ. του αγροτικού βίου, που ξεκινάει με τη γενική σημ. του «φράχτη», φτιαγμένου από (ξερές) πέτρες («ξερολιθιά») και που συχνά περιγράφεται από τους σχολιαστές ως «φράχτης από αγκάθια», γεγονός που οδήγησε και στην παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. αἱμάσσω. Τέλος, από τη σημ. «του περιβάλλοντος τοίχου, της μάντρας», εξελίχθηκε, όπως μαρτυρούν τα επιγραφικά κείμενα, στη σημ. του «περιβαλλόμενου με τοίχο χώρου, του εσωτερικού ενός περιμαντρωμένου χώρου».
ΠΑΡ. αρχ. αἱμασιώδης.
ΣΥΝΘ. αἱμασιολογῶ].