πρέσβις: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρέσβις:''' <b class="num">I</b> ἡ (только acc. sing. πρέσβιν) старшинство или старость: κατὰ πρέσβιν HH, Plat. по старшинству.<br /><b class="num">II</b> ἡ старуха Aesop.
|elrutext='''πρέσβις:'''<br /><b class="num">I</b> ἡ (только acc. sing. πρέσβιν) старшинство или старость: κατὰ πρέσβιν HH, Plat. по старшинству.<br /><b class="num">II</b> ἡ старуха Aesop.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:05, 31 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβις Medium diacritics: πρέσβις Low diacritics: πρέσβις Capitals: ΠΡΕΣΒΙΣ
Transliteration A: présbis Transliteration B: presbis Transliteration C: presvis Beta Code: pre/sbis

English (LSJ)

(A), εως, ὁ,

   A ambassador, πρέσβις οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται Prov. ap. Sch.Il.4.394; alleged as the word of which πρέσβεως (Ar.Ach.93) is gen., Choerob. in Theod.1.233, Sch.Ar.l.c., Suid.
πρέσβ-ις (B), εως, ἡ, poet. for πρεσβεία,

   A age, κατὰ πρέσβιν according to age, h. Merc.431, Pl.Lg.855d, etc.    II aged woman, v.l. for πρεσβῦτις in Aesop.107b (pp.182,183 Chambry).    2 ambassadress, Ael. ap. Eust.738.62.

German (Pape)

[Seite 698] ἡ, die Alte. Schäf. ad Aesop. 107. ἡ, poet. = πρεσβεία, das Alter; κατὰ πρέσβιν, nach dem Alter, H. h. Merc. 431 (wo die v. l. πρέσβην), wie Plat. Legg. IX, 855 d, ὁ δικαστὴς ἑξῆς κατὰ πρέσβιν ἱζέσθω. ὁ, = πρεσβευτής, der Gesandte, nur in einer lakon. Inschrift.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβις: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ πρέσβυς, πρεσβευτής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 93, Σουΐδ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

2adj. f.
âgée, vieille.
Étymologie: πρέσβυς.

Greek Monolingual

(I)
-εως, Α
πρεσβευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγν. τ. του πρέσβυς, κατά τα ουσ. σε -ις, -εως].
(II)
-εως, ἡ, Α
1. ηλικίακατά πρέσβιν» — κατά την ηλικία, Ύμν. Ερμ.)
2. ηλικιωμένη γυναίκα, γριά («γυνὴ πρέσβις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.)
3. η σύζυγος του πρέσβεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -ις].

Greek Monotonic

πρέσβις: ἡ, ποιητ. αντί πρεσβεία, ηλικία, κατὰ πρέσβιν, σύμφωνα με την ηλικία, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πρέσβις:
I ἡ (только acc. sing. πρέσβιν) старшинство или старость: κατὰ πρέσβιν HH, Plat. по старшинству.
II ἡ старуха Aesop.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβις -εως, ἡ [πρέσβυς] ouderdom.

Middle Liddell

πρέσβις, ιος, ἡ, [poetic for πρεσβεία
age, κατὰ πρέσβιν according to age, Hhymn., Plat.