ακροβολίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(2) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀκροβολίζομαι]]) [[ἀκρόβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Στρατ.)</b><br /><b>1.</b> αναπτύσσομαι σε αραιή [[τάξη]] ή [[φάλαγγα]] (<b>βλ.</b> [[ακροβολισμός]])<br /><b>2.</b> [[ανταλλάσσω]] με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς [[προτού]] εμπλακώ σε κανονική [[μάχη]], [[αψιμαχώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] από [[μακριά]], εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη [[κατά]] του εχθρικού στρατεύματος<br /><b>2.</b> [[αψιμαχώ]], σε [[αντίθεση]] με το «[[μάχομαι]] ἐκ | |mltxt=(Α [[ἀκροβολίζομαι]]) [[ἀκρόβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Στρατ.)</b><br /><b>1.</b> αναπτύσσομαι σε αραιή [[τάξη]] ή [[φάλαγγα]] (<b>βλ.</b> [[ακροβολισμός]])<br /><b>2.</b> [[ανταλλάσσω]] με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς [[προτού]] εμπλακώ σε κανονική [[μάχη]], [[αψιμαχώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] από [[μακριά]], εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη [[κατά]] του εχθρικού στρατεύματος<br /><b>2.</b> [[αψιμαχώ]], σε [[αντίθεση]] με το «[[μάχομαι]] ἐκ τοῦ [[συστάδην]]» ([[σώμα]] με [[σώμα]])<br /><b>3.</b> [[ανταλλάσσω]] διαπληκτισμούς, [[μαλώνω]] [[κατά]] τη [[συζήτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκρόβολος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβολισμός]], [[ακροβολιστής]], [[ακροβολιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκροβόλισις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβολιστής]], [[ακροβολιστί]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
(Α ἀκροβολίζομαι) ἀκρόβολος
νεοελλ.
(Στρατ.)
1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός)
2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ
αρχ.
1. μάχομαι από μακριά, εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη κατά του εχθρικού στρατεύματος
2. αψιμαχώ, σε αντίθεση με το «μάχομαι ἐκ τοῦ συστάδην» (σώμα με σώμα)
3. ανταλλάσσω διαπληκτισμούς, μαλώνω κατά τη συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρόβολος.
ΠΑΡ. ακροβολισμός, ακροβολιστής, ακροβολιστικός
αρχ.
ἀκροβόλισις
νεοελλ.
ακροβολιστής, ακροβολιστί].