καθυπάρχω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(2b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθυπάρχω]] (Α)<br />(επιτατ. του [[υπάρχω]]) [[υπάρχω]] από την [[αρχή]] («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῑ τοῡτο καθυπάρξαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπ</i>-[[άρχω]]].
|mltxt=[[καθυπάρχω]] (Α)<br />(επιτατ. του [[υπάρχω]]) [[υπάρχω]] από την [[αρχή]] («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῑ τοῦτο καθυπάρξαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπ</i>-[[άρχω]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠπάρχω:''' быть в наличии: πρώτῳ ἐκείνῳ δοκεῖ [[τοῦτο]] καθυπάρξαι Plut. это (звание) было ему, кажется, присуждено первому.
|elrutext='''κᾰθῠπάρχω:''' быть в наличии: πρώτῳ ἐκείνῳ δοκεῖ [[τοῦτο]] καθυπάρξαι Plut. это (звание) было ему, кажется, присуждено первому.
}}
}}

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπάρχω Medium diacritics: καθυπάρχω Low diacritics: καθυπάρχω Capitals: ΚΑΘΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: kathypárchō Transliteration B: kathyparchō Transliteration C: kathyparcho Beta Code: kaqupa/rxw

English (LSJ)

strengthd. for ὑπάρχω, Plu.Cic.23.

German (Pape)

[Seite 1289] = ὑπάρχω, Plut. Cic. 23.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπάρχω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπάρχω, Πλουτ, Κικέρων, 23.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπάρχω.

Greek Monolingual

καθυπάρχω (Α)
(επιτατ. του υπάρχω) υπάρχω από την αρχή («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῑ τοῦτο καθυπάρξαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπ-άρχω].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπάρχω: быть в наличии: πρώτῳ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι Plut. это (звание) было ему, кажется, присуждено первому.