μιμιχμός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(25)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιμιχμός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τοῡ ἵππου [[φωνή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mimati</i> «[[μουγκρίζω]]», αρχ. σλαβ. <i>mimati</i> «[[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]]» και εντάσσεται σε μια [[σειρά]] ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mim</i>(<i>ei</i>)-].
|mltxt=[[μιμιχμός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τοῦ ἵππου [[φωνή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mimati</i> «[[μουγκρίζω]]», αρχ. σλαβ. <i>mimati</i> «[[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]]» και εντάσσεται σε μια [[σειρά]] ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mim</i>(<i>ei</i>)-].
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμιχμός Medium diacritics: μιμιχμός Low diacritics: μιμιχμός Capitals: ΜΙΜΙΧΜΟΣ
Transliteration A: mimichmós Transliteration B: mimichmos Transliteration C: mimichmos Beta Code: mimixmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A neighing of horses, Hsch.; cf. μιμάξασα.

German (Pape)

[Seite 187] ὁ, das Wiehern der Pferde, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιμιχμός: ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ μιμάξασα (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα».

Greek Monolingual

μιμιχμός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τοῦ ἵππου φωνή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mimati «μουγκρίζω», αρχ. σλαβ. mimati «ψελλίζω, τραυλίζω» και εντάσσεται σε μια σειρά ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα mim(ei)-].