κυριολογία: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(22)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυριολογία]], ἡ (Α) [[κυριολογώ]]<br /><b>1.</b> η [[κυριολεξία]], η [[χρήση]] λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια [[σημασία]] τους<br /><b>2.</b> η [[ακριβής]] και πραγματική [[σημασία]] μιας λέξης<br /><b>3.</b> το να ονομάζει [[κανείς]] κάποιον <i>κύριο</i> («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῡ», Αθανάσ.).
|mltxt=[[κυριολογία]], ἡ (Α) [[κυριολογώ]]<br /><b>1.</b> η [[κυριολεξία]], η [[χρήση]] λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια [[σημασία]] τους<br /><b>2.</b> η [[ακριβής]] και πραγματική [[σημασία]] μιας λέξης<br /><b>3.</b> το να ονομάζει [[κανείς]] κάποιον <i>κύριο</i> («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῦ», Αθανάσ.).
}}
}}

Revision as of 12:50, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡριολογία Medium diacritics: κυριολογία Low diacritics: κυριολογία Capitals: ΚΥΡΙΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kyriología Transliteration B: kyriologia Transliteration C: kyriologia Beta Code: kuriologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = κυριολεξία, Agatharch.21 (pl.), Phld. Rh.1.174 S., Longin.28.1, Magnus ap.Gal.8.641; proper meaning of a word, A.D.Adv.190.3; = ἀκριβολογία, Gal.18(2).526.

German (Pape)

[Seite 1536] ἡ, = κυριολεξία; Longin. 28 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυριολογία: ἡ, = κυριολεξία, Λογγῖν. 28, Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 446. 11. ΙΙ. τὸ καλεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος Κύριος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κυριολογία, ἡ (Α) κυριολογώ
1. η κυριολεξία, η χρήση λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια σημασία τους
2. η ακριβής και πραγματική σημασία μιας λέξης
3. το να ονομάζει κανείς κάποιον κύριο («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῦ», Αθανάσ.).