κυριολογώ
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
Greek Monolingual
κυριολογῶ, κυριολογέω (AM)
1. μιλώ με κυριολεξία, κυριολεκτώ
2. αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -λογῶ (< λόγος < λέγω), πρβλ. αναλογώ, ψευδολογώ].