πνιγαλίων: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
(33)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, ΜΑ [[πνίγω]]<br />[[εφιάλτης]] που δημιουργείται από την [[αίσθηση]] του πνιγμού [[κατά]] την [[διάρκεια]] του ύπνου, αιφνίδια [[στενοχώρια]] και [[αγωνία]] που προκαλεί μεγάλο [[βάρος]] [[πάνω]] στο [[στήθος]] («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν [[ἴσως]] ἀπὸ τοῡ πνίγειν», Θεμιστ.).
|mltxt=-ωνος, ὁ, ΜΑ [[πνίγω]]<br />[[εφιάλτης]] που δημιουργείται από την [[αίσθηση]] του πνιγμού [[κατά]] την [[διάρκεια]] του ύπνου, αιφνίδια [[στενοχώρια]] και [[αγωνία]] που προκαλεί μεγάλο [[βάρος]] [[πάνω]] στο [[στήθος]] («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν [[ἴσως]] ἀπὸ τοῦ πνίγειν», Θεμιστ.).
}}
}}

Revision as of 12:59, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγᾰλίων Medium diacritics: πνιγαλίων Low diacritics: πνιγαλίων Capitals: ΠΝΙΓΑΛΙΩΝ
Transliteration A: pnigalíōn Transliteration B: pnigaliōn Transliteration C: pnigalion Beta Code: pnigali/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, (πνίγω)

   A nightmare, from the sense of throttling which attends it, Themiso ap.Paul.Aeg.3.15.

German (Pape)

[Seite 641] ωνος, ὁ, der Alp, incubo, auch πνίξ, sonst ἐφιάλτης, von der damit verbundenen, dem Ersticken nahen Beängstigung benannt, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγᾰλίων: -ωνος, ὁ, ἐφιάλτης, κοινῶς «βραχνᾶς» ἐν Κυζίκῳ δὲ «πιργαλ~ιός», Λατ. incubus, ἀπὸ τοῦ πνίγειν, διότι ὁ πάσχων αἰσθάνεται ὡς νὰ πνίγηται ἐκ τῆς στενοχωρίας, Θεμίσων παρὰ Παύλ. Αἰγιν. 3. 15· πρβλ. ἐφιάλτης.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ΜΑ πνίγω
εφιάλτης που δημιουργείται από την αίσθηση του πνιγμού κατά την διάρκεια του ύπνου, αιφνίδια στενοχώρια και αγωνία που προκαλεί μεγάλο βάρος πάνω στο στήθος («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν ἴσως ἀπὸ τοῦ πνίγειν», Θεμιστ.).