παραπλάσσω: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(3b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και παραπλάττω ΜΑ<br />[[μετασχηματίζω]], [[μεταμορφώνω]] («ὁποῑα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παραπλάττομαι</i><br />[[προσαρτώ]], [[εξαρτώ]] («παραπλάσασθαι τῇ | |mltxt=και παραπλάττω ΜΑ<br />[[μετασχηματίζω]], [[μεταμορφώνω]] («ὁποῑα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παραπλάττομαι</i><br />[[προσαρτώ]], [[εξαρτώ]] («παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάσσω]] «[[πλάθω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραπλάσσω:''' атт. παραπλάττω (преимущ. med.)<br /><b class="num">1)</b> присоединять, добавлять (τινι τι Sext.);<br /><b class="num">2)</b> преобразовывать, переделывать (τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.). | |elrutext='''παραπλάσσω:''' атт. παραπλάττω (преимущ. med.)<br /><b class="num">1)</b> присоединять, добавлять (τινι τι Sext.);<br /><b class="num">2)</b> преобразовывать, переделывать (τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:04, 15 February 2019
English (LSJ)
Att. παραπλάττω,
A transform, in fut. Med. -πλάσομαι S.E.M.1.208 :—Pass., receive another form, Hero Spir.1 Prooem. II Med., append, παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρᾳ τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα S.E.M.5.70, cf. Phld.Rh.1.6S.
German (Pape)
[Seite 494] (s. πλάσσω), umbilden, in eine andere, bes. schlechtere Form bringen, Sp., bes. Gramm., παραπλασόμεθα S. Emp. adv. gramm. 208; pass. eine andere Form annehmen; – anbilden, andichten, Sp. Davon
Greek (Liddell-Scott)
παραπλάσσω: Ἀττ. -ττω, μεταπλάσσω, μεταμορφῶ, ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα Β΄, στ. 307: ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 208· - παθ., λαμβάνω ἕτερον τύπον, μεταμορφοῦμαι, μεταβάλλομαι, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 148. ΙΙ. περιγράφω τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 70.
Greek Monolingual
και παραπλάττω ΜΑ
μετασχηματίζω, μεταμορφώνω («ὁποῑα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)
αρχ.
μέσ. παραπλάττομαι
προσαρτώ, εξαρτώ («παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάσσω «πλάθω»].
Russian (Dvoretsky)
παραπλάσσω: атт. παραπλάττω (преимущ. med.)
1) присоединять, добавлять (τινι τι Sext.);
2) преобразовывать, переделывать (τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.).